- ἀπόδικος
- ἀπόδῐκος, ονA
,ἀπολελυμένος τοῦ ἐγκλήματος, πόλις GDI1432
([place name] Hypata).2 rejected,δίκα IG9(1).692.3
(Corcyra, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
,ἀπολελυμένος τοῦ ἐγκλήματος, πόλις GDI1432
([place name] Hypata).δίκα IG9(1).692.3
(Corcyra, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποδίκους — ἀπόδικος rejected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδικε — ἀπόδικος rejected masc/fem voc sg ἀποδικεῖν throw off aor imperat act 2nd sg ἀποδικεῖν throw off aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek